- σκηπτοφόρος
- σκηπτοφόρος, [dialect] Dor. [pref] σκᾱπτο-, ον,A = σκηπτροφόρος, AP7.428 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκηπτοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτοφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. σκηπτροφόρος … Dictionary of Greek
σκαπτοφόρος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. σκηπτοφόρος … Dictionary of Greek
σκηπτροφόρος — και ποιητ. τ. σκηπτοφόρος και δωρ. τ. σκαπτοφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει, που κρατά σκήπτρο 2. βασιλικός («σκηπτροφόρος σοφία», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + φόρος*] … Dictionary of Greek